- λυκοκαρίς
- λῠκο-καρίς· θερμὸν ἀπ' ἀλφίτου πιεῖν, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λυκοκαρίς — (Α) (κατά τον Ησύχ.) είδος ροφήματος ή κρασιού που περιείχε χοντροαλεσμένο κριθάρι … Dictionary of Greek